Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • πειραγμένα/τροποποιημένα (εκτός εργοστασιακών προδιαγραφών) πολύ παλιά αυτοκίνητα (από 1960 και πριν)
    (χωρίς σεβασμό στα εταιρικά εξαρτήματα· μόνος σκοπός η ταχύτητα και η [συχνά κιτς] αισθητική)
    το hot rodding και η ενασχόληση με το hot rodding