homemade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαhomemade (en)
- σπιτικός, που φτιάχνεται στο σπίτι
- ⮡ My Italian grandmother knows the recipe for the perfect homemade pizza.
- Η Ιταλίδα γιαγιά μου ξέρει τη συνταγή για την τέλεια σπιτική πίτσα.
- ⮡ My Italian grandmother knows the recipe for the perfect homemade pizza.