Αγγλικά (en) επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

  1. ακούω
  2. χρησιμοποιείται όταν επικαλούμαι κάτι ή αναφέρομαι σε κάτι παρελθοντικό ή παλαιό