Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πιάνω (διαισθητικά) το νόημα, είμαι στο κλίμα χωρίς καθοδήγηση

Σημειώσεις επεξεργασία

memo: προφορά: /'mi.mo/