get the memo
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πιάνω (διαισθητικά) το νόημα, είμαι στο κλίμα χωρίς καθοδήγηση
Σημειώσεις επεξεργασία
memo: προφορά: /'mi.mo/
πιάνω (διαισθητικά) το νόημα, είμαι στο κλίμα χωρίς καθοδήγηση
memo: προφορά: /'mi.mo/