get ahead of oneself
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- βιάζομαι και δρω πρόωρα, ανυπόμονα, άκαιρα πριν να πληρούνται ακόμα οι συνθήκες
- προπορεύομαι γνωστικά μα όχι επαρκώς αιτιολογικά, βρίσκω κάτι πιο γρήγορα απ' ότι απαιτεί η θεωρητική ωριμότητα και άρα δυσκολεύομαι να το αιτιολογήσω θεμελιωδώς (πχ. τα φερμιόνια είναι τα αρχαία άτομα και όχι τα χημικά στοιχεία γιατί οι chemists did get ή got ahead of themselves)