Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

  • βιάζομαι και δρω πρόωρα, ανυπόμονα, άκαιρα πριν να πληρούνται ακόμα οι συνθήκες
    • προπορεύομαι γνωστικά μα όχι επαρκώς αιτιολογικά, βρίσκω κάτι πιο γρήγορα απ' ότι απαιτεί η θεωρητική ωριμότητα και άρα δυσκολεύομαι να το αιτιολογήσω θεμελιωδώς (πχ. τα φερμιόνια είναι τα αρχαία άτομα και όχι τα χημικά στοιχεία γιατί οι chemists did get ή got ahead of themselves)

http://idioms.thefreedictionary.com/get+ahead+of+oneself