geedziĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- geedziĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα geedziĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | geedziĝas | geedziĝanta | geedziĝata |
αόριστος | geedziĝis | geedziĝinta | geedziĝita |
μέλλοντας | geedziĝos | geedziĝonta | geedziĝota |
υποθετική | geedziĝus | - | - |
προστακτική | geedziĝu | - | - |
geedziĝi (eo)