Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ga (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος gaan
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος gaan