Ουσιαστικό

επεξεργασία

fuchsia (en)

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

fuchsia (en)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

fuchsia (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

fuchsia (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο