Ουσιαστικό

επεξεργασία

fuchsia (en)

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

  Επίθετο

επεξεργασία

fuchsia (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fy.ʃja/ & /fy.ksja/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fuchsia (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

  Επίθετο

επεξεργασία

fuchsia (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο