fotelik
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
fotelik (pl) < υποκοριστικό από το fotel (pl)
Ουσιαστικό επεξεργασία
fotelik (pl) αρσενικό
- η μικρή πολυθρόνα (πολυθρονούλα, πολυθρονίτσα)
fotelik (pl) < υποκοριστικό από το fotel (pl)
fotelik (pl) αρσενικό