Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˌfɔːmjʊˈleɪɪk/

  Επίθετο επεξεργασία

  1. χρήση καθιερωμένων/τυποποιημένων εκφράσεων (πχ. όπως υπάρχουν στο λεξικό)
  2. οτιδήποτε ακολουθεί τυποποίηση ή συνταγή (μουσική, κατασκευή, μαγειρική, τεχνική, πρακτική κτλ.)
    • (σχεδόν πάντα έχει αρνητική σημασία [διότι ο δημιουργός δεν αυτοσχεδιάζει/πειραματίζεται] αλλά όχι απαραιτήτως)