formulaic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˌfɔːmjʊˈleɪɪk/
Επίθετο επεξεργασία
- χρήση καθιερωμένων/τυποποιημένων εκφράσεων (πχ. όπως υπάρχουν στο λεξικό)
- οτιδήποτε ακολουθεί τυποποίηση ή συνταγή (μουσική, κατασκευή, μαγειρική, τεχνική, πρακτική κτλ.)
- (σχεδόν πάντα έχει αρνητική σημασία [διότι ο δημιουργός δεν αυτοσχεδιάζει/πειραματίζεται] αλλά όχι απαραιτήτως)