Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

foo (en) άκλιτο

  1. (πληροφορική) υποκατάστατο ενδεικτικών μεταβλητών που συνήθως ακολουθείται από δεύτερο υποκατάστατο bar
    suppose we have two objects, foo and bar - ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο αντικείμενα: foo και bar