Ετυμολογία

επεξεργασία
flegi < γερμανική pflegen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfle.ɡi/
ρήμα flegi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας flegas fleganta flegata
αόριστος flegis fleginta flegita
μέλλοντας flegos flegonta flegota
υποθετική flegus - -
προστακτική flegu - -

flegi (eo)