Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fecundity (en)

  • η γονιμότητα
  • ικανότητα αναπαραγωγής (ενώ fertility ρυθμός αναπαραγωγής στην πράξη)