Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

explico < ex + plico

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈeks.pli.koː/

  Ρήμα επεξεργασία

explico (la) (explicō1, explicāvī, explicātum, explicāre)

Κλίση επεξεργασία