Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enlitiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enlitiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enlitiĝas enlitiĝanta enlitiĝata
αόριστος enlitiĝis enlitiĝinta enlitiĝita
μέλλοντας enlitiĝos enlitiĝonta enlitiĝota
υποθετική enlitiĝus - -
προστακτική enlitiĝu - -

enlitiĝi (eo)