Ετυμολογία

επεξεργασία
elŝuti < el + ŝuti

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /elˈʃu.ti/
ρήμα elŝuti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elŝutas elŝutanta elŝutata
αόριστος elŝutis elŝutinta elŝutita
μέλλοντας elŝutos elŝutonta elŝutota
υποθετική elŝutus - -
προστακτική elŝutu - -

elŝuti (eo)