edziniĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- edziniĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα edziniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | edziniĝas | edziniĝanta | edziniĝata |
αόριστος | edziniĝis | edziniĝinta | edziniĝita |
μέλλοντας | edziniĝos | edziniĝonta | edziniĝota |
υποθετική | edziniĝus | - | - |
προστακτική | edziniĝu | - | - |
edziniĝi (eo)