Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα edziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας edziĝas edziĝanta edziĝata
αόριστος edziĝis edziĝinta edziĝita
μέλλοντας edziĝos edziĝonta edziĝota
υποθετική edziĝus - -
προστακτική edziĝu - -

edziĝi (eo)