Ετυμολογία

επεξεργασία
ebli < ebl- + -i
ρήμα ebli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας eblas eblanta eblata
αόριστος eblis eblinta eblita
μέλλοντας eblos eblonta eblota
υποθετική eblus - -
προστακτική eblu - -

ebli (eo)

  • (χρησιμοποιείται συνήθως σαν απρόσωπη έκφραση) γίνεται, είναι δυνατό να
ne eblas - δεν γίνεται / δεν είναι δυνατό να γίνει (κάτι)