Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dwingen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ολλανδικά
(nl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
dwingen
(nl)
(
αόριστος
:
dwong
,
παθ. μτχ.
:
gedwongen
)
υποχρεώνω