Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dumbfounded
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
dumbfounded
<
dumbfound
Επίθετο
επεξεργασία
dumbfounded
(en)
άναυδος
,
αποσβολωμένος
I'm
dumbfounded
- μένω
άναυδος
αποστομωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
dumbfound