disenfranchised
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdisenfranchised (en)
- χωρίς δικαίωμα ψήφου, αποστερημένος του δικαιώματος ψήφου
- απογοητευμένος πολιτικά, απογοητευμένος από την πολιτική, που νοιώθει ότι δεν αντιπροσωπεύεται πολιτικά
- μεταφορική όμως συχνότερη χρήση
- (για πολίτη και παλαιότερα για διοικητικό διαμέρισμα) χωρίς πολιτικό αντιπρόσωπο
- (ή με ψευδοαντιπρόσωπο/εικονικό αντιπρόσωπο)