Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diglossia (en)

  1. η διγλωσσία (η συνύπαρξη δύο διαλέκτων ή ιδιωμάτων της ίδιας γλώσσας, από τα οποία το ένα έχει μεγαλύτερο κύρος και θεωρείται καταλληλότερο για τους μορφωμένους και τη διοίκηση)
  2. (ιατρική) η ύπαρξη διχαλωτής γλώσσας