Ετυμολογία

επεξεργασία
digitally < digital + -ly

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

digitally (en)

  • ψηφιακά
    ⮡  investment in digitally driven growth - επένδυση στην ψηφιακά τροφοδοτούμενη ανάπτυξη