dictatorship
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dictatorship | dictatorships |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdictatorship (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η δικτατορία
- ⮡ How did the transition from dictatorship to democracy happen?
- Πώς έγινε η μετάβαση από τη δικτατορία στην δημοκρατία;
- ⮡ How did the transition from dictatorship to democracy happen?