Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dee (en)

  1. το γράμμα ντι (D/d) του λατινικού αλφαβήτου/της λατινικής αλφαβήτου
  2. αντικείμενο με το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος ντι (D)