Δείτε επίσης: Darwin

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

darwin < Charles Darwin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

darwin (en)

  • (ταξινομία, εξελικτική βιολογία, παλαιοβιολογία) δαρβίνιο, μονάδα εξελικτικής διαφοροποίησης που αφορά ποσοστιαία γενετική μεταβολή ανά μονάδα χρόνου

Δείτε επίσης επεξεργασία