Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. διάσπαρτα κλικ σε τηλεφωνική συνομιλία, στον ασύρματο, σε μέσο αποθήκευσης ή αναπαραγωγής ήχου κτλ.
  2. διάσπαρτοι σπαστοί κρότοι