Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

consulto < consulo

  Ρήμα επεξεργασία

consulto (la) (cōnsultō1, cōnsultāvī, cōnsultātum, cōnsultāre)

Κλίση επεξεργασία