Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

(νομικός όρος)
και case law (en)

  • σύνολο νόμων που πηγάζει από προηγούμενες τελεσίδικες αποφάσεις δικών (ισχύει σε κάποιες χώρες)
    (σε αντίθεση με τον νομοθετημένο νόμο [ισχύει σε κάθε χώρα] statute law, statutory law, δημώδης πληθυντικός: statutes [για ένα μόνο νόμο statute])