commensalism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/kəˈmɛns(ə)lɪz(ə)m/
Ουσιαστικό επεξεργασία
commensalism (en) μόνο ενικός
- (βιολογία) συμβιωτική σχέση (ή απλή σχέση-αλληλεπίδραση όχι απόλυτης εξάρτησης) μεταξύ δυο οργανισμών κατά την οποία ο ένας επωφελείται-ωφελείται κι ο άλλος δεν αποκομίζει ούτε όφελος ούτε βλάβη-ζημία