comma
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcomma › κόμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcomma (en)
- κόμμα (σημείο στίξεως)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) comma-separated values ή CSV
Δείτε επίσης
επεξεργασία- comma στην αγγλική Βικιπαίδεια