Ετυμολογία

επεξεργασία
childless < child + -less

childless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άτεκνος, άκληρος, χωρίς παιδιά
      Many childless couples are looking to adopt a child.
    Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί.