Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chétivement < chétif (θηλυκό chétive) + -ment

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃe.tiv.mɑ̃/

  Επίρρημα επεξεργασία

chétivement (fr)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη chétif