ρήμα cenzuri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας cenzuras cenzuranta cenzurata
αόριστος cenzuris cenzurinta cenzurita
μέλλοντας cenzuros cenzuronta cenzurota
υποθετική cenzurus - -
προστακτική cenzuru - -

cenzuri (eo)