Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

calibrate (en)

  1. καλιμπράρω· φροντίζω ώστε η μέτρηση να ανταποκρίνεται στην βαθμονόμηση
  2. ρυθμίζω ένα σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται προβλέψιμα και όπως επιθυμώ
  3. βαθμονομώ