Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

buffeting (en)

  1. το να χτυπώ επαναληπτικά-ασταμάτητα-καταιγιστικα-αλληλουχικά με οτιδήποτε (και μεταφορικά)
    σφαλιαροκαταιγισμός, τσουνάμι από μάπες
  2. (αεροπορικός όρος) αναταράξεις σε πτήση