Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα brutiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας brutiĝas brutiĝanta brutiĝata
αόριστος brutiĝis brutiĝinta brutiĝita
μέλλοντας brutiĝos brutiĝonta brutiĝota
υποθετική brutiĝus - -
προστακτική brutiĝu - -

brutiĝi (eo)