benoitement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bə.nwat.mɑ̃/
Επίρρημα επεξεργασία
benoitement (fr) και benoîtement
- (ορθογραφία του 1990) μειλίχια, υποκριτικά με ύφος ανωτερότητας και ψευτοθρησκευτικότητας
benoitement (fr) και benoîtement