Ετυμολογία

επεξεργασία

< belle, όμορφη (όρος συμπάθειας), + sœur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

belle-sœur (fr) θηλυκό

  1. η αδερφή του/της συζύγου (από την άποψη της συζύγου/του συζύγου), η κουνιάδα
  2. η σύζυγος του αδερφού ή του κουνιάδου κάποιου

Δείτε επίσης

επεξεργασία