begegnen
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbegegnen (de) jdm. (παρατατικός: begegnete, παθ. μτχ.: begegnet)
- αντικρίζω
- Die Frau begegnete dem Tod in seiner erschreckendsten Form! - Η γυναίκα αντίκρισε τον θάνατο στην πιο τρομακτική του μορφή!