Έκφραση του beg

επεξεργασία

beg the question (en)

  1. (για βέβαιο δεδομένο ή δράση) εγείρω αυτονόητο ερώτημα λόγω οριακής κατάστασης
  2. εικάζω ανυποστήρικτα για την αλήθεια επιχειρήματος προς απόδειξη, χωρίς να το υπερασπίζομαι