Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

  1. πείθω κάποιον να κάνει κάτι αρνητικό που θέλω, εξαπατώ με τον λόγο, παγιδεύω με λεκτικά τεχνάσματα
  2. απατώ, παγιδεύω, εκμεταλλεύομαι
  3. μπερδεύω-αποπροσανατολίζω κάποιον με σύνθετο λόγο χωρίς ουσία