attract
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | attract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attracts |
αόριστος | attracted |
παθητική μετοχή | attracted |
ενεργητική μετοχή | attracting |
Ρήμα
επεξεργασία
attract (en)
- ελκύω, έλκω, προσελκύω, ενδιαφέρομαι για κάτι ή το θαυμάζω
- ⮡ I have always been attracted by the idea of working abroad.
- Πάντα με ελκύει/έλκει η ιδέα του να δουλεύω στο εξωτερικό.
- ⮡ She finds herself increasingly attracted to the lifestyle.
- Βρίσκεται ολοένα και πιο ελκυόμενη από τον τρόπο ζωής.
- ⮡ Children of the poor are not attracted to higher education anyway for many reasons, even with free education.
- Τα παιδιά των άπορων έτσι κι αλλιώς δεν προσελκύονται στην ανώτερη εκπαίδευση για πολλούς λόγους, ακόμη και με δωρεάν Παιδεία.
- ⮡ I have always been attracted by the idea of working abroad.
- έλκω, ελκύω, τραβάω, προσελκύω, έχω ερωτική έλξη προς κάποιον
- ⮡ I am attracted to George./(σπανιότερα) George attracts me.
- Με έλκει ο Γιώργος.
- ⮡ He is attracted to her beautiful eyes.
- Τον ελκύουν τα ωραία της μάτια.
- ⮡ Her indifference attracted him instead of discouraging him.
- Η αδιάφορα της τον τραβούσε αντί να τον αποθαρρύνει.
- ⮡ She attracted him with her grace.
- Τον προσέλκυσε με τη χάρη της.
- ⮡ I am attracted to George./(σπανιότερα) George attracts me.
- προσελκύω, τραβάω, κάνω κάποιον ή κάτι να έρθει κάπου ή να συμμετέχει σε κάτι
- ⮡ The beaches of Greece attract a large number of tourists.
- Οι παραλίες της Ελλάδας προσελκύουν μεγάλο αριθμό τουριστών.
- ⮡ The parties are trying to attract members/supporters/voters.
- Τα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν μέλη/οπαδούς/ψηφοφόρους.
- ⮡ So-and-so attracts a lot of people to political rallies.
- Ο τάδε τραβάει πολύ κόσμο στις πολιτικές συγκεντρώσεις.
- ⮡ Greek islands really attract foreigners.
- Τα ελληνικά νησιά τραβούν πολύ τους ξένους.
- ⮡ The beaches of Greece attract a large number of tourists.
- προσελκύω, ελκύω, έλκω, τραβάω, κάνω τον κόσμο να έχει μια ιδιαίτερη αντίδραση
- ⮡ The speaker managed to attract the interest/the attention of the audience.
- Ο ομιλητής κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον/την προσοχή του ακροατηρίου.
- ⮡ A large poster attracted looks from the passers-by.
- Μια μεγάλη αφίσα προσέλκυε τα βλέμματα των περαστικών.
- ⮡ She likes attracting attention.
- Της αρέσει να ελκύει/έλκει την προσοχή.
- ⮡ Its peculiar appearance attracts the glances of passers-by.
- Η ιδιόρρυθμη εμφάνισή του τραβάει τα βλέμματα των περαστικών.
- ⮡ The speaker managed to attract the interest/the attention of the audience.
- (φυσική) έλκω, ασκώ έλξη
- ⮡ Like electrical charges repel while opposite ones attract (each other).
- Τα ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται ενώ τα ετερώνυμα έλκονται.
- ⮡ A magnet attracts iron.
- Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο.
- ⮡ Like electrical charges repel while opposite ones attract (each other).