ενεστώτας attract
γ΄ ενικό ενεστώτα attracts
αόριστος attracted
παθητική μετοχή attracted
ενεργητική μετοχή attracting

attract (en)

  1. ελκύω, έλκω, προσελκύω, ενδιαφέρομαι για κάτι ή το θαυμάζω
      I have always been attracted by the idea of working abroad.
    Πάντα με ελκύει/έλκει η ιδέα του να δουλεύω στο εξωτερικό.
      She finds herself increasingly attracted to the lifestyle.
    Βρίσκεται ολοένα και πιο ελκυόμενη από τον τρόπο ζωής.
      Children of the poor are not attracted to higher education anyway for many reasons, even with free education.
    Τα παιδιά των άπορων έτσι κι αλλιώς δεν προσελκύονται στην ανώτερη εκπαίδευση για πολλούς λόγους, ακόμη και με δωρεάν Παιδεία.
  2. έλκω, ελκύω, τραβάω, προσελκύω, έχω ερωτική έλξη προς κάποιον
      I am attracted to George./(σπανιότερα) George attracts me.
    Με έλκει ο Γιώργος.
      He is attracted to her beautiful eyes.
    Τον ελκύουν τα ωραία της μάτια.
      Her indifference attracted him instead of discouraging him.
    Η αδιάφορα της τον τραβούσε αντί να τον αποθαρρύνει.
      She attracted him with her grace.
    Τον προσέλκυσε με τη χάρη της.
  3. προσελκύω, τραβάω, κάνω κάποιον ή κάτι να έρθει κάπου ή να συμμετέχει σε κάτι
      The beaches of Greece attract a large number of tourists.
    Οι παραλίες της Ελλάδας προσελκύουν μεγάλο αριθμό τουριστών.
      The parties are trying to attract members/supporters/voters.
    Τα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν μέλη/οπαδούς/ψηφοφόρους.
      So-and-so attracts a lot of people to political rallies.
    Ο τάδε τραβάει πολύ κόσμο στις πολιτικές συγκεντρώσεις.
      Greek islands really attract foreigners.
    Τα ελληνικά νησιά τραβούν πολύ τους ξένους.
  4. προσελκύω, ελκύω, έλκω, τραβάω, κάνω τον κόσμο να έχει μια ιδιαίτερη αντίδραση
      The speaker managed to attract the interest/the attention of the audience.
    Ο ομιλητής κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον/την προσοχή του ακροατηρίου.
      A large poster attracted looks from the passers-by.
    Μια μεγάλη αφίσα προσέλκυε τα βλέμματα των περαστικών.
      She likes attracting attention.
    Της αρέσει να ελκύει/έλκει την προσοχή.
      Its peculiar appearance attracts the glances of passers-by.
    Η ιδιόρρυθμη εμφάνισή του τραβάει τα βλέμματα των περαστικών.
  5. (φυσική) έλκω, ασκώ έλξη
      Like electrical charges repel while opposite ones attract (each other).
    Τα ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται ενώ τα ετερώνυμα έλκονται.
      A magnet attracts iron.
    Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο.