Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • η ψωνάρα που διαρκώς επιθυμεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής των άλλων

Συνώνυμα επεξεργασία

  • attention seeker