Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

athéiser (fr)

  • αθεΐζω
  1. εκφράζομαι αθεϊστικά
  2. επαναδιατυπώνω, επανερμηνεύω αθεϊστικά κάτι προϋπάρχον