Επίθετο

επεξεργασία

arboreal (en)

  1. δενδρικός, που αναφέρεται σε δέντρο, -α ή μοιάζει με αυτό
  2. δενδρόβιος, που ζει ή δαπανά μεγάλο τμήμα της ημέρας σε δέντρο ή δέντρα