araneo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.raˈne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐ra‐ne‐o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | araneo | araneoj |
αιτιατική | araneon | araneojn |
araneo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) η αράχνη
Ίντο (io)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
araneo (io)
- (θηλαστικό ζώο) η αράχνη