Ετυμολογία

επεξεργασία
amfibi- < γαλλική amphibie, αγγλική amphibium

amfibi- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αμφίβιος

Παράγωγα

επεξεργασία