Ετυμολογία

επεξεργασία
almozpeti < almozo (ελεημοσύνη) + peti (ζητώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ)
ρήμα almozpeti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας almozpetas almozpetanta almozpetata
αόριστος almozpetis almozpetinta almozpetita
μέλλοντας almozpetos almozpetonta almozpetota
υποθετική almozpetus - -
προστακτική almozpetu - -

almozpeti (eo)